Στὴν ἐν γένει ἐκκλησιαστικὴ παράδοση (πρωτίστως στὴν Ἁγία Γραφή), ἀλλὰ καὶ στὴ σχετικὴ γραμματεία (ἰδιαίτερα στὶς πηγὲς τῆς Λειτουργικῆς, τοῦ Τυπικοῦ ἢ καὶ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου), ὑφίσταται πληθώρα μαρτυριῶν γιὰ τὴν πράξη τῆς ἀπὸ χοροῦ ψαλμώδησης. Παρὰ ταῦτα, ὁ ἀπαιτητικὸς ἐρευνητὴς τῆς ἱστορίας τοῦ χορικοῦ μέλους θὰ μποροῦσε (ὄχι ἀδικαιολόγητα) νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι ἡ τακτικὴ τῆς ἀπὸ χοροῦ ψαλτικῆς ἑρμηνείας συνιστᾶ (δίχως ὑπερβολὴ) «κεκρυμμένον μυστήριον», καθὼς θέματα ὅπως ἡ πρακτικὴ ὀργάνωση, ἡ ἐπὶ μέρους δομή, ἡ ἁρμόδια διδασκαλία καὶ ἡ συστηματικὴ διεύθυνση ἑνὸς χοροῦ ψαλτῶν, ἢ ἀκόμη ὁ τρόπος καὶ ἡ τεχνικὴ τῆς χορικῆς ψαλτικῆς ἑρμηνείας, παραμένουν (στὶς λεπτομέρειές τους) μουσικολογικὰ ἀπροσδιόριστα.
Στὴν παρούσα ἀνακοίνωση ἀποπειρῶμαι (βασιζόμενος στὶς ὑπάρχουσες ἱστορικὲς μαρτυρίες, ἀλλὰ καὶ ἀξιολογώντας τὰ πορίσματα τῆς ὣς τώρα σχετικῆς μουσικολογικῆς ἔρευνας) νὰ διευρύνω αὐτὸν τὸν (ἀφορῶντα στὴν ἀπὸ χοροῦ ψαλτικὴ ἑρμηνεία) συλλογισμό· ἡ ἐν λόγῳ διεύρυνση ἐπιχειρεῖται, κυρίως, βάσει τῆς σύγχρονης ψαλτικῆς ἐμπειρίας, τόσο τῆς προσωπικῆς (στὸ πλαίσιο τῆς ἐν γένει θεωρητικῆς καὶ πρακτικῆς ψαλτικῆς ἐνασχόλησής μου), ὅσο καὶ τῆς συλλογικῆς (στὸ πλαίσιο τῆς λειτουργίας ἑνὸς χοροῦ ψαλτῶν).